Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τερασκόπος
τέρας
τεράστιος
τερατεία
τερατεύομαι
τερατολογέω
τερατολογία
τερατολόγος
τερατουργός
τερατουργία
τερατώδης
τερατωπός
τερέβινθος
τερεβινθώδης
τερετίζω
τερέτισμα
τέρετρον
τερηδών
τέρην
τερθρεύομαι
τέρθριος
View word page
τερατώδης
τερατώδης τερᾰτ-ώδης, ες εἶδος portentous, Ar., Plat.
ShortDef
portentous
Debugging
Headword:
τερατώδης
Headword (normalized):
τερατώδης
Headword (normalized/stripped):
τερατωδης
IDX:
32382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32419
Key:
teratw/dhs
Data
{'content': 'τερατώδης\n τερᾰτ-ώδης, ες\n εἶδος\n portentous, Ar., Plat.', 'key': 'teratw/dhs'}