Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντικομπάζω
ἀντικόπτω
ἀντικορύσσομαι
ἀντικρατέω
ἀντίκρουσις
ἀντικρούω
ἀντικρύ
ἄντικρυς
ἀντικτόνος
ἀντικτυπέω
ἀντικύρω
ἀντικωμῳδέω
ἀντιλαβή
ἀντιλαγχάνω
ἀντιλάζομαι
ἀντιλακτίζω
ἀντιλαμβάνω
ἀντιλάμπω
ἀντιλέγω
ἀντιλεκτέος
ἀντίλεκτος
View word page
ἀντικύρω
ἀντικύρω to hit upon, meet, τινί Pind., Soph.

ShortDef

to hit upon, meet

Debugging

Headword:
ἀντικύρω
Headword (normalized):
ἀντικύρω
Headword (normalized/stripped):
αντικυρω
IDX:
3240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3241
Key:
a)ntiku/rw

Data

{'content': 'ἀντικύρω\n to hit upon, meet, τινί Pind., Soph.', 'key': 'a)ntiku/rw'}