Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τέλμα
τελματώδης
τέλοσδε
τέλος
τέλσον
Τελχίς
τελωνέω
τελώνης
τελωνία
τελωνιάς
τελωνικός
τελώνιον
τεμάχιον
τέμαχος
τεμενίζω
τεμένιος
τεμενίτης
τέμενος
τέμνω
τεναγίζω
τεναγῖτις
View word page
τελωνικός
τελωνικός τελωνικός, ή, όν of or for τελωνία, τ. νόμοι the excise and custom laws, Dem.

ShortDef

relating to tax-farming

Debugging

Headword:
τελωνικός
Headword (normalized):
τελωνικός
Headword (normalized/stripped):
τελωνικος
IDX:
32351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32388
Key:
telwniko/s

Data

{'content': 'τελωνικός\n τελωνικός, ή, όν\n of or for τελωνία, τ. νόμοι the excise and custom laws, Dem.', 'key': 'telwniko/s'}