Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τελέω
τελήεις
τέλλω
τέλμα
τελματώδης
τέλοσδε
τέλος
τέλσον
Τελχίς
τελωνέω
τελώνης
τελωνία
τελωνιάς
τελωνικός
τελώνιον
τεμάχιον
τέμαχος
τεμενίζω
τεμένιος
τεμενίτης
τέμενος
View word page
τελώνης
τελώνης τελ-ώνης, ου, ὁ, τέλος V a farmer or collector of the taxes, Ar., Aeschin.: in NTest. = Lat. publicanus.
ShortDef
a tax collector
Debugging
Headword:
τελώνης
Headword (normalized):
τελώνης
Headword (normalized/stripped):
τελωνης
IDX:
32348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32385
Key:
telw/nhs
Data
{'content': 'τελώνης\n τελ-ώνης, ου, ὁ,\n τέλος V\n a farmer or collector of the taxes, Ar., Aeschin.: in NTest. = Lat. publicanus.', 'key': 'telw/nhs'}