Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τελευτή
τελέω
τελήεις
τέλλω
τέλμα
τελματώδης
τέλοσδε
τέλος
τέλσον
Τελχίς
τελωνέω
τελώνης
τελωνία
τελωνιάς
τελωνικός
τελώνιον
τεμάχιον
τέμαχος
τεμενίζω
τεμένιος
τεμενίτης
View word page
τελωνέω
τελωνέω τελωνέω, fut. -ήσω to be a tax-gatherer, Luc. from τελώνης

ShortDef

to be a tax-gatherer

Debugging

Headword:
τελωνέω
Headword (normalized):
τελωνέω
Headword (normalized/stripped):
τελωνεω
IDX:
32347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32384
Key:
telwne/w

Data

{'content': 'τελωνέω\n τελωνέω,\n fut. -ήσω\n to be a tax-gatherer, Luc.\n from τελώνης', 'key': 'telwne/w'}