Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τελεσφορέω
τελεσφόρος
τελετή
τελευταῖος
τελευτάω
τελευτή
τελέω
τελήεις
τέλλω
τέλμα
τελματώδης
τέλοσδε
τέλος
τέλσον
Τελχίς
τελωνέω
τελώνης
τελωνία
τελωνιάς
τελωνικός
τελώνιον
View word page
τελματώδης
τελματώδης τελμᾰτ-ώδης, ες εἶδος marshy, muddy, ὕδωρ Plut.

ShortDef

marshy, muddy

Debugging

Headword:
τελματώδης
Headword (normalized):
τελματώδης
Headword (normalized/stripped):
τελματωδης
IDX:
32342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32379
Key:
telmatw/dhs

Data

{'content': 'τελματώδης\n τελμᾰτ-ώδης, ες\n εἶδος\n marshy, muddy, ὕδωρ Plut.', 'key': 'telmatw/dhs'}