Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τελειωτής
τελεόμηνος
Τελέοντες
τελεσιούργημα
τελεσιουργός
τέλεσμα
τελεσσιδώτειρα
τελεσσίφρων
τελεστήριον
τελεστικός
τελέστωρ
τελεσφορέω
τελεσφόρος
τελετή
τελευταῖος
τελευτάω
τελευτή
τελέω
τελήεις
τέλλω
τέλμα
View word page
τελέστωρ
τελέστωρ τελέστωρ, ορος, ὁ, τελέω III a priest, Anth.

ShortDef

a priest

Debugging

Headword:
τελέστωρ
Headword (normalized):
τελέστωρ
Headword (normalized/stripped):
τελεστωρ
IDX:
32331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32368
Key:
tele/stwr

Data

{'content': 'τελέστωρ\n τελέστωρ, ορος, ὁ,\n τελέω III\n a priest, Anth.', 'key': 'tele/stwr'}