Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τελείωσις
τελειωτής
τελεόμηνος
Τελέοντες
τελεσιούργημα
τελεσιουργός
τέλεσμα
τελεσσιδώτειρα
τελεσσίφρων
τελεστήριον
τελεστικός
τελέστωρ
τελεσφορέω
τελεσφόρος
τελετή
τελευταῖος
τελευτάω
τελευτή
τελέω
τελήεις
τέλλω
View word page
τελεστικός
τελεστικός τελεστικός, ή, όν τελέω III initiatory, mystical, Plat.

ShortDef

initiatory, mystical

Debugging

Headword:
τελεστικός
Headword (normalized):
τελεστικός
Headword (normalized/stripped):
τελεστικος
IDX:
32330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32367
Key:
telestiko/s

Data

{'content': 'τελεστικός\n τελεστικός, ή, όν\n τελέω III\n initiatory, mystical, Plat.', 'key': 'telestiko/s'}