Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τελαμών
τελέθω
τέλειος
τελειόω
τελείωσις
τελειωτής
τελεόμηνος
Τελέοντες
τελεσιούργημα
τελεσιουργός
τέλεσμα
τελεσσιδώτειρα
τελεσσίφρων
τελεστήριον
τελεστικός
τελέστωρ
τελεσφορέω
τελεσφόρος
τελετή
τελευταῖος
τελευτάω
View word page
τέλεσμα
τέλεσμα τέλεσμα, ατος, τό, τελέω money paid or to be paid, a payment, outlay, Luc.

ShortDef

money paid

Debugging

Headword:
τέλεσμα
Headword (normalized):
τέλεσμα
Headword (normalized/stripped):
τελεσμα
IDX:
32326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32363
Key:
te/lesma

Data

{'content': 'τέλεσμα\n τέλεσμα, ατος, τό,\n τελέω\n money paid or to be paid, a payment, outlay, Luc.', 'key': 'te/lesma'}