Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τέκτων
τελαμών
τελέθω
τέλειος
τελειόω
τελείωσις
τελειωτής
τελεόμηνος
Τελέοντες
τελεσιούργημα
τελεσιουργός
τέλεσμα
τελεσσιδώτειρα
τελεσσίφρων
τελεστήριον
τελεστικός
τελέστωρ
τελεσφορέω
τελεσφόρος
τελετή
τελευταῖος
View word page
τελεσιουργός
τελεσιουργός , όν working out its end, effective, Plat.

ShortDef

completing a work, working out its end, effective

Debugging

Headword:
τελεσιουργός
Headword (normalized):
τελεσιουργός
Headword (normalized/stripped):
τελεσιουργος
IDX:
32325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32362
Key:
telesiurgo/s

Data

{'content': 'τελεσιουργός\n , όν\n working out its end, effective, Plat.', 'key': 'telesiurgo/s'}