τελεσιούργημα
τελεσιούργημα
τελεσιούργημα, ατος, τό,
an accomplished purpose, Polyb.
{
"content": "τελεσιούργημα\n τελεσιούργημα, ατος, τό,\n an accomplished purpose, Polyb.",
"key": "telesiou/rghma"
}