Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντικλαίω
ἀντικνήμιον
ἀντικολάζω
ἀντικολακεύω
ἀντικομίζω
ἀντικομπάζω
ἀντικόπτω
ἀντικορύσσομαι
ἀντικρατέω
ἀντίκρουσις
ἀντικρούω
ἀντικρύ
ἄντικρυς
ἀντικτόνος
ἀντικτυπέω
ἀντικύρω
ἀντικωμῳδέω
ἀντιλαβή
ἀντιλαγχάνω
ἀντιλάζομαι
ἀντιλακτίζω
View word page
ἀντικρούω
ἀντικρούω to strike against, to be a hindrance, counteract, τινί Thuc.; πρός τι Plut.; absol., Dem.

ShortDef

to strike against, to be a hindrance, counteract

Debugging

Headword:
ἀντικρούω
Headword (normalized):
ἀντικρούω
Headword (normalized/stripped):
αντικρουω
IDX:
3235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3236
Key:
a)ntikrou/w

Data

{'content': 'ἀντικρούω\n to strike against, to be a hindrance, counteract, τινί Thuc.; πρός τι Plut.; absol., Dem.', 'key': 'a)ntikrou/w'}