Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τεκτονεῖον
τεκτονία
τεκτονικός
τεκτοσύνη
τέκτων
τελαμών
τελέθω
τέλειος
τελειόω
τελείωσις
τελειωτής
τελεόμηνος
Τελέοντες
τελεσιούργημα
τελεσιουργός
τέλεσμα
τελεσσιδώτειρα
τελεσσίφρων
τελεστήριον
τελεστικός
τελέστωρ
View word page
τελειωτής
τελειωτής τελειωτής, οῦ, ὁ, an accomplisher, finisher, NTest.

ShortDef

an accomplisher, finisher

Debugging

Headword:
τελειωτής
Headword (normalized):
τελειωτής
Headword (normalized/stripped):
τελειωτης
IDX:
32321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32358
Key:
teleiwth/s

Data

{'content': 'τελειωτής\n τελειωτής, οῦ, ὁ,\n an accomplisher, finisher, NTest.', 'key': 'teleiwth/s'}