Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τεκταίνομαι
τεκτονεῖον
τεκτονία
τεκτονικός
τεκτοσύνη
τέκτων
τελαμών
τελέθω
τέλειος
τελειόω
τελείωσις
τελειωτής
τελεόμηνος
Τελέοντες
τελεσιούργημα
τελεσιουργός
τέλεσμα
τελεσσιδώτειρα
τελεσσίφρων
τελεστήριον
τελεστικός
View word page
τελείωσις
τελείωσις τελείωσις, or τελέωσις, εως, τελειόω accomplishment, fulfilment, NTest.

ShortDef

accomplishment, fulfilment

Debugging

Headword:
τελείωσις
Headword (normalized):
τελείωσις
Headword (normalized/stripped):
τελειωσις
IDX:
32320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32357
Key:
telei/wsis

Data

{'content': 'τελείωσις\n τελείωσις, or τελέωσις, εως,\n τελειόω\n accomplishment, fulfilment, NTest.', 'key': 'telei/wsis'}