Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τεκνοφαγία
τεκνοφονέω
τεκνοφόνος
τεκνόω
τέκνωσις
τέκος
τεκταίνομαι
τεκτονεῖον
τεκτονία
τεκτονικός
τεκτοσύνη
τέκτων
τελαμών
τελέθω
τέλειος
τελειόω
τελείωσις
τελειωτής
τελεόμηνος
Τελέοντες
τελεσιούργημα
View word page
τεκτοσύνη
τεκτοσύνη τεκτοσύνη, ἡ, the art of a joiner, carpentry, ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων Od.; ἄτιμον χέρα τεκτοσύνας hand unhonoured in its art, Eur. from τέκτων

ShortDef

the art of a joiner, carpentry

Debugging

Headword:
τεκτοσύνη
Headword (normalized):
τεκτοσύνη
Headword (normalized/stripped):
τεκτοσυνη
IDX:
32314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32351
Key:
tektosu/nh

Data

{'content': 'τεκτοσύνη\n τεκτοσύνη, ἡ,\n the art of a joiner, carpentry, ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων Od.; ἄτιμον χέρα τεκτοσύνας hand unhonoured in its art, Eur.\n from τέκτων', 'key': 'tektosu/nh'}