Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τεκνοφάγος
τεκνοφαγία
τεκνοφονέω
τεκνοφόνος
τεκνόω
τέκνωσις
τέκος
τεκταίνομαι
τεκτονεῖον
τεκτονία
τεκτονικός
τεκτοσύνη
τέκτων
τελαμών
τελέθω
τέλειος
τελειόω
τελείωσις
τελειωτής
τελεόμηνος
Τελέοντες
View word page
τεκτονικός
τεκτονικός τεκτονικός, ή, όν τέκτων practised or skilled in building, Plat.: as Subst. a good carpenter or builder, opp. to a smith, Xen.: —ἡ -κή (sc. τέχνη) joinersʼ work, carpentry, Plat., etc.

ShortDef

practised

Debugging

Headword:
τεκτονικός
Headword (normalized):
τεκτονικός
Headword (normalized/stripped):
τεκτονικος
IDX:
32313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32350
Key:
tektoniko/s

Data

{'content': 'τεκτονικός\n τεκτονικός, ή, όν\n τέκτων\n practised or skilled in building, Plat.: as Subst. a good carpenter or builder, opp. to a smith, Xen.: —ἡ -κή (sc. τέχνη) joinersʼ work, carpentry, Plat., etc.', 'key': 'tektoniko/s'}