Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τεκνοῦς
τεκνοφάγος
τεκνοφαγία
τεκνοφονέω
τεκνοφόνος
τεκνόω
τέκνωσις
τέκος
τεκταίνομαι
τεκτονεῖον
τεκτονία
τεκτονικός
τεκτοσύνη
τέκτων
τελαμών
τελέθω
τέλειος
τελειόω
τελείωσις
τελειωτής
τελεόμηνος
View word page
τεκτονία
τεκτονία τεκτονία, ἡ, τέκτων carpentry, Anth.
ShortDef
carpentry
Debugging
Headword:
τεκτονία
Headword (normalized):
τεκτονία
Headword (normalized/stripped):
τεκτονια
IDX:
32312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32349
Key:
tektoni/a
Data
{'content': 'τεκτονία\n τεκτονία, ἡ,\n τέκτων\n carpentry, Anth.', 'key': 'tektoni/a'}