Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τεκνόποινος
τεκνοποιός
τεκνοσπορία
τεκνοῦς
τεκνοφάγος
τεκνοφαγία
τεκνοφονέω
τεκνοφόνος
τεκνόω
τέκνωσις
τέκος
τεκταίνομαι
τεκτονεῖον
τεκτονία
τεκτονικός
τεκτοσύνη
τέκτων
τελαμών
τελέθω
τέλειος
τελειόω
View word page
τέκος
τέκος τέκος, ος, εος, τό, τίκτω poetic for τέκνον, Hom., etc. of animals, Il., etc.; in pl. the young, Il.
ShortDef
the young
Debugging
Headword:
τέκος
Headword (normalized):
τέκος
Headword (normalized/stripped):
τεκος
IDX:
32309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32346
Key:
te/kos
Data
{'content': 'τέκος\n τέκος, ος, εος, τό,\n τίκτω\n poetic for τέκνον, Hom., etc.\n of animals, Il., etc.; in pl. the young, Il.', 'key': 'te/kos'}