Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τεκνοποιέω
τεκνοποιητικός
τεκνοποιία
τεκνόποινος
τεκνοποιός
τεκνοσπορία
τεκνοῦς
τεκνοφάγος
τεκνοφαγία
τεκνοφονέω
τεκνοφόνος
τεκνόω
τέκνωσις
τέκος
τεκταίνομαι
τεκτονεῖον
τεκτονία
τεκτονικός
τεκτοσύνη
τέκτων
τελαμών
View word page
τεκνοφόνος
τεκνοφόνος τεκνο-φόνος, ον, *φένω child-murdering.

ShortDef

child-murdering

Debugging

Headword:
τεκνοφόνος
Headword (normalized):
τεκνοφόνος
Headword (normalized/stripped):
τεκνοφονος
IDX:
32306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32343
Key:
teknofo/nos

Data

{'content': 'τεκνοφόνος\n τεκνο-φόνος, ον,\n *φένω\n child-murdering.', 'key': 'teknofo/nos'}