Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τέκνον
τεκνοποιέω
τεκνοποιητικός
τεκνοποιία
τεκνόποινος
τεκνοποιός
τεκνοσπορία
τεκνοῦς
τεκνοφάγος
τεκνοφαγία
τεκνοφονέω
τεκνοφόνος
τεκνόω
τέκνωσις
τέκος
τεκταίνομαι
τεκτονεῖον
τεκτονία
τεκτονικός
τεκτοσύνη
τέκτων
View word page
τεκνοφονέω
τεκνοφονέω τεκνο-φονέω, to murder children, Anth. from τεκνοφόνος

ShortDef

to murder children

Debugging

Headword:
τεκνοφονέω
Headword (normalized):
τεκνοφονέω
Headword (normalized/stripped):
τεκνοφονεω
IDX:
32305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32342
Key:
teknofone/w

Data

{'content': 'τεκνοφονέω\n τεκνο-φονέω,\n to murder children, Anth.\n from τεκνοφόνος', 'key': 'teknofone/w'}