τεκνοφαγία
τεκνοφαγία
from τεκνοφάγος
τεκνο-φᾰγία, ἡ,
a devouring of children, Luc.
{
"content": "τεκνοφαγία\n from τεκνοφάγος\n τεκνο-φᾰγία, ἡ,\n a devouring of children, Luc.",
"key": "teknofagi/a"
}