Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τεκνολέτειρα
τέκνον
τεκνοποιέω
τεκνοποιητικός
τεκνοποιία
τεκνόποινος
τεκνοποιός
τεκνοσπορία
τεκνοῦς
τεκνοφάγος
τεκνοφαγία
τεκνοφονέω
τεκνοφόνος
τεκνόω
τέκνωσις
τέκος
τεκταίνομαι
τεκτονεῖον
τεκτονία
τεκτονικός
τεκτοσύνη
View word page
τεκνοφαγία
τεκνοφαγία from τεκνοφάγος τεκνο-φᾰγία, ἡ, a devouring of children, Luc.
ShortDef
devouring of children
Debugging
Headword:
τεκνοφαγία
Headword (normalized):
τεκνοφαγία
Headword (normalized/stripped):
τεκνοφαγια
IDX:
32304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32341
Key:
teknofagi/a
Data
{'content': 'τεκνοφαγία\n from τεκνοφάγος\n τεκνο-φᾰγία, ἡ,\n a devouring of children, Luc.', 'key': 'teknofagi/a'}