Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τεκνοκτόνος
τεκνολέτειρα
τέκνον
τεκνοποιέω
τεκνοποιητικός
τεκνοποιία
τεκνόποινος
τεκνοποιός
τεκνοσπορία
τεκνοῦς
τεκνοφάγος
τεκνοφαγία
τεκνοφονέω
τεκνοφόνος
τεκνόω
τέκνωσις
τέκος
τεκταίνομαι
τεκτονεῖον
τεκτονία
τεκτονικός
View word page
τεκνοφάγος
τεκνοφάγος τεκνο-φάγος, ον, φαγεῖν eating children.
ShortDef
eating children
Debugging
Headword:
τεκνοφάγος
Headword (normalized):
τεκνοφάγος
Headword (normalized/stripped):
τεκνοφαγος
IDX:
32303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32340
Key:
teknofa/gos
Data
{'content': 'τεκνοφάγος\n τεκνο-φάγος, ον,\n φαγεῖν\n eating children.', 'key': 'teknofa/gos'}