τεκνοῦς
τεκνοῦς
τεκνοῦς, οῦσσα, οῦν, ξοντρ. for τεκνόεις, εσσα, εν
having borne children, Soph.
{
"content": "τεκνοῦς\n τεκνοῦς, οῦσσα, οῦν, ξοντρ. for τεκνόεις, εσσα, εν\n \n having borne children, Soph.",
"key": "teknou=s"
}