Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τεκνογονία
τεκνογόνος
τεκνοκτόνος
τεκνολέτειρα
τέκνον
τεκνοποιέω
τεκνοποιητικός
τεκνοποιία
τεκνόποινος
τεκνοποιός
τεκνοσπορία
τεκνοῦς
τεκνοφάγος
τεκνοφαγία
τεκνοφονέω
τεκνοφόνος
τεκνόω
τέκνωσις
τέκος
τεκταίνομαι
τεκτονεῖον
View word page
τεκνοσπορία
τεκνοσπορία τεκνο-σπορία, ἡ, a begetting of children, Anth.

ShortDef

a begetting of children

Debugging

Headword:
τεκνοσπορία
Headword (normalized):
τεκνοσπορία
Headword (normalized/stripped):
τεκνοσπορια
IDX:
32301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32338
Key:
teknospori/a

Data

{'content': 'τεκνοσπορία\n τεκνο-σπορία, ἡ,\n a begetting of children, Anth.', 'key': 'teknospori/a'}