Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τεκνογονέω
τεκνογονία
τεκνογόνος
τεκνοκτόνος
τεκνολέτειρα
τέκνον
τεκνοποιέω
τεκνοποιητικός
τεκνοποιία
τεκνόποινος
τεκνοποιός
τεκνοσπορία
τεκνοῦς
τεκνοφάγος
τεκνοφαγία
τεκνοφονέω
τεκνοφόνος
τεκνόω
τέκνωσις
τέκος
τεκταίνομαι
View word page
τεκνοποιός
τεκνοποιός τεκνο-ποιός, όν ποιέω of the wife, child-bearing, Hdt.; of the husband, child-begetting, Eur.
ShortDef
child-bearing
Debugging
Headword:
τεκνοποιός
Headword (normalized):
τεκνοποιός
Headword (normalized/stripped):
τεκνοποιος
IDX:
32300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32337
Key:
teknopoio/s
Data
{'content': 'τεκνοποιός\n τεκνο-ποιός, όν\n ποιέω\n of the wife, child-bearing, Hdt.; of the husband, child-begetting, Eur.', 'key': 'teknopoio/s'}