Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τεκνίον
τεκνογονέω
τεκνογονία
τεκνογόνος
τεκνοκτόνος
τεκνολέτειρα
τέκνον
τεκνοποιέω
τεκνοποιητικός
τεκνοποιία
τεκνόποινος
τεκνοποιός
τεκνοσπορία
τεκνοῦς
τεκνοφάγος
τεκνοφαγία
τεκνοφονέω
τεκνοφόνος
τεκνόω
τέκνωσις
τέκος
View word page
τεκνόποινος
τεκνόποινος τεκνό-ποινος, ον, ποινή child-avenging, Aesch.
ShortDef
child-avenging
Debugging
Headword:
τεκνόποινος
Headword (normalized):
τεκνόποινος
Headword (normalized/stripped):
τεκνοποινος
IDX:
32299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32336
Key:
tekno/poinos
Data
{'content': 'τεκνόποινος\n τεκνό-ποινος, ον,\n ποινή\n child-avenging, Aesch.', 'key': 'tekno/poinos'}