Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τεκμηριόω
τεκμηριώδης
τεκνίον
τεκνογονέω
τεκνογονία
τεκνογόνος
τεκνοκτόνος
τεκνολέτειρα
τέκνον
τεκνοποιέω
τεκνοποιητικός
τεκνοποιία
τεκνόποινος
τεκνοποιός
τεκνοσπορία
τεκνοῦς
τεκνοφάγος
τεκνοφαγία
τεκνοφονέω
τεκνοφόνος
τεκνόω
View word page
τεκνοποιητικός
τεκνοποιητικός τεκνοποιητικός, ή, όν of or for the production of children: ἡ -κή (sc. τέχνη) Arist.
ShortDef
of or for the begetting or bearing of children
Debugging
Headword:
τεκνοποιητικός
Headword (normalized):
τεκνοποιητικός
Headword (normalized/stripped):
τεκνοποιητικος
IDX:
32297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32334
Key:
teknopoihtiko/s
Data
{'content': 'τεκνοποιητικός\n τεκνοποιητικός, ή, όν\n of or for the production of children: ἡ -κή (sc. τέχνη) Arist.', 'key': 'teknopoihtiko/s'}