Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τεκμήριον
τεκμηριόω
τεκμηριώδης
τεκνίον
τεκνογονέω
τεκνογονία
τεκνογόνος
τεκνοκτόνος
τεκνολέτειρα
τέκνον
τεκνοποιέω
τεκνοποιητικός
τεκνοποιία
τεκνόποινος
τεκνοποιός
τεκνοσπορία
τεκνοῦς
τεκνοφάγος
τεκνοφαγία
τεκνοφονέω
τεκνοφόνος
View word page
τεκνοποιέω
τεκνοποιέω τεκνοποιέω, fut. -ήσω τεκνοποιός in Act., of the woman, to bear children, in Mid., of the man, to beget them, Xen.: in Mid. of both parents, to breed children, Xen.

ShortDef

to bear children

Debugging

Headword:
τεκνοποιέω
Headword (normalized):
τεκνοποιέω
Headword (normalized/stripped):
τεκνοποιεω
IDX:
32296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32333
Key:
teknopoie/w

Data

{'content': 'τεκνοποιέω\n τεκνοποιέω,\n fut. -ήσω\n τεκνοποιός\n in Act., of the woman, to bear children, in Mid., of the man, to beget them, Xen.: in Mid. of both parents, to breed children, Xen.', 'key': 'teknopoie/w'}