Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τέκμαρ
τέκμαρσις
τεκμήριον
τεκμηριόω
τεκμηριώδης
τεκνίον
τεκνογονέω
τεκνογονία
τεκνογόνος
τεκνοκτόνος
τεκνολέτειρα
τέκνον
τεκνοποιέω
τεκνοποιητικός
τεκνοποιία
τεκνόποινος
τεκνοποιός
τεκνοσπορία
τεκνοῦς
τεκνοφάγος
τεκνοφαγία
View word page
τεκνολέτειρα
τεκνολέτειρα τεκν-ολέτειρα, ἡ, having lost oneʼs young, of the nightingale, Soph.
ShortDef
having lost one's young
Debugging
Headword:
τεκνολέτειρα
Headword (normalized):
τεκνολέτειρα
Headword (normalized/stripped):
τεκνολετειρα
IDX:
32294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32331
Key:
teknole/teira
Data
{'content': 'τεκνολέτειρα\n τεκν-ολέτειρα, ἡ,\n having lost oneʼs young, of the nightingale, Soph.', 'key': 'teknole/teira'}