Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τεκμαίρομαι
τέκμαρ
τέκμαρσις
τεκμήριον
τεκμηριόω
τεκμηριώδης
τεκνίον
τεκνογονέω
τεκνογονία
τεκνογόνος
τεκνοκτόνος
τεκνολέτειρα
τέκνον
τεκνοποιέω
τεκνοποιητικός
τεκνοποιία
τεκνόποινος
τεκνοποιός
τεκνοσπορία
τεκνοῦς
τεκνοφάγος
View word page
τεκνοκτόνος
τεκνοκτόνος τεκνο-κτόνος, ον, κτείνω murdering children, Eur.

ShortDef

murdering children

Debugging

Headword:
τεκνοκτόνος
Headword (normalized):
τεκνοκτόνος
Headword (normalized/stripped):
τεκνοκτονος
IDX:
32293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32330
Key:
teknokto/nos

Data

{'content': 'τεκνοκτόνος\n τεκνο-κτόνος, ον,\n κτείνω\n murdering children, Eur.', 'key': 'teknokto/nos'}