Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντικηδεύω
ἀντικηρύσσω
ἀντικλάζω
ἀντικλαίω
ἀντικνήμιον
ἀντικολάζω
ἀντικολακεύω
ἀντικομίζω
ἀντικομπάζω
ἀντικόπτω
ἀντικορύσσομαι
ἀντικρατέω
ἀντίκρουσις
ἀντικρούω
ἀντικρύ
ἄντικρυς
ἀντικτόνος
ἀντικτυπέω
ἀντικύρω
ἀντικωμῳδέω
ἀντιλαβή
View word page
ἀντικορύσσομαι
ἀντικορύσσομαι Mid. to take arms against, τινί Anth.

ShortDef

to take arms against

Debugging

Headword:
ἀντικορύσσομαι
Headword (normalized):
ἀντικορύσσομαι
Headword (normalized/stripped):
αντικορυσσομαι
IDX:
3232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3233
Key:
a)ntikoru/ssomai

Data

{'content': 'ἀντικορύσσομαι\n Mid. to take arms against, τινί Anth.', 'key': 'a)ntikoru/ssomai'}