Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τείως
τεκμαίρομαι
τέκμαρ
τέκμαρσις
τεκμήριον
τεκμηριόω
τεκμηριώδης
τεκνίον
τεκνογονέω
τεκνογονία
τεκνογόνος
τεκνοκτόνος
τεκνολέτειρα
τέκνον
τεκνοποιέω
τεκνοποιητικός
τεκνοποιία
τεκνόποινος
τεκνοποιός
τεκνοσπορία
τεκνοῦς
View word page
τεκνογόνος
τεκνογόνος τεκνο-γόνος, ον, begetting or bearing children, Aesch.
ShortDef
begetting
Debugging
Headword:
τεκνογόνος
Headword (normalized):
τεκνογόνος
Headword (normalized/stripped):
τεκνογονος
IDX:
32292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32329
Key:
teknogo/nos
Data
{'content': 'τεκνογόνος\n τεκνο-γόνος, ον,\n begetting or bearing children, Aesch.', 'key': 'teknogo/nos'}