Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τειχύδριον
τείως
τεκμαίρομαι
τέκμαρ
τέκμαρσις
τεκμήριον
τεκμηριόω
τεκμηριώδης
τεκνίον
τεκνογονέω
τεκνογονία
τεκνογόνος
τεκνοκτόνος
τεκνολέτειρα
τέκνον
τεκνοποιέω
τεκνοποιητικός
τεκνοποιία
τεκνόποινος
τεκνοποιός
τεκνοσπορία
View word page
τεκνογονία
τεκνογονία τεκνογονία, ἡ, child-bearing, NTest. from τεκνογόνος
ShortDef
child-bearing
Debugging
Headword:
τεκνογονία
Headword (normalized):
τεκνογονία
Headword (normalized/stripped):
τεκνογονια
IDX:
32291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32328
Key:
teknogoni/a
Data
{'content': 'τεκνογονία\n τεκνογονία, ἡ,\n child-bearing, NTest.\n from τεκνογόνος', 'key': 'teknogoni/a'}