Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τειχοφύλαξ
τειχύδριον
τείως
τεκμαίρομαι
τέκμαρ
τέκμαρσις
τεκμήριον
τεκμηριόω
τεκμηριώδης
τεκνίον
τεκνογονέω
τεκνογονία
τεκνογόνος
τεκνοκτόνος
τεκνολέτειρα
τέκνον
τεκνοποιέω
τεκνοποιητικός
τεκνοποιία
τεκνόποινος
τεκνοποιός
View word page
τεκνογονέω
τεκνογονέω τεκνογονέω, from τεκνογόνος to bear young, bear children, Anth., NTest.

ShortDef

to bear young, bear children

Debugging

Headword:
τεκνογονέω
Headword (normalized):
τεκνογονέω
Headword (normalized/stripped):
τεκνογονεω
IDX:
32290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32327
Key:
teknogone/w

Data

{'content': 'τεκνογονέω\n τεκνογονέω,\n from τεκνογόνος\n to bear young, bear children, Anth., NTest.', 'key': 'teknogone/w'}