Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τειχοφυλακέω
τειχοφύλαξ
τειχύδριον
τείως
τεκμαίρομαι
τέκμαρ
τέκμαρσις
τεκμήριον
τεκμηριόω
τεκμηριώδης
τεκνίον
τεκνογονέω
τεκνογονία
τεκνογόνος
τεκνοκτόνος
τεκνολέτειρα
τέκνον
τεκνοποιέω
τεκνοποιητικός
τεκνοποιία
τεκνόποινος
View word page
τεκνίον
τεκνίον τεκνίον, ου, τό, Dim. of τέκνον a little child, Anth., NTest.

ShortDef

a little child

Debugging

Headword:
τεκνίον
Headword (normalized):
τεκνίον
Headword (normalized/stripped):
τεκνιον
IDX:
32289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32326
Key:
tekni/on

Data

{'content': 'τεκνίον\n τεκνίον, ου, τό,\n Dim. of τέκνον\n a little child, Anth., NTest.', 'key': 'tekni/on'}