Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τειχοποιός
τεῖχος
τειχοφυλακέω
τειχοφύλαξ
τειχύδριον
τείως
τεκμαίρομαι
τέκμαρ
τέκμαρσις
τεκμήριον
τεκμηριόω
τεκμηριώδης
τεκνίον
τεκνογονέω
τεκνογονία
τεκνογόνος
τεκνοκτόνος
τεκνολέτειρα
τέκνον
τεκνοποιέω
τεκνοποιητικός
View word page
τεκμηριόω
τεκμηριόω from τεκμήριον τεκμηριόω, fut. -ώσω to prove positively, Thuc.; εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι if he seem a sufficient voucher, Thuc.; τοσαῦτα ἐτεκμηρίωσε ὅτι . . thus much evidence he gave to the fact that . . , Thuc.

ShortDef

to prove positively

Debugging

Headword:
τεκμηριόω
Headword (normalized):
τεκμηριόω
Headword (normalized/stripped):
τεκμηριοω
IDX:
32287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32324
Key:
tekmhrio/w

Data

{'content': 'τεκμηριόω\n from τεκμήριον\n τεκμηριόω,\n fut. -ώσω\n to prove positively, Thuc.; εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι if he seem a sufficient voucher, Thuc.; τοσαῦτα ἐτεκμηρίωσε ὅτι . . thus much evidence he gave to the fact that . . , Thuc.', 'key': 'tekmhrio/w'}