Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντίκεντρον
ἀντικηδεύω
ἀντικηρύσσω
ἀντικλάζω
ἀντικλαίω
ἀντικνήμιον
ἀντικολάζω
ἀντικολακεύω
ἀντικομίζω
ἀντικομπάζω
ἀντικόπτω
ἀντικορύσσομαι
ἀντικρατέω
ἀντίκρουσις
ἀντικρούω
ἀντικρύ
ἄντικρυς
ἀντικτόνος
ἀντικτυπέω
ἀντικύρω
ἀντικωμῳδέω
View word page
ἀντικόπτω
ἀντικόπτω to beat back, resist, oppose, Xen. impers., ἤν τι ἀντικόψηι if there be any hindrance, Xen.
ShortDef
to beat back, resist, oppose
Debugging
Headword:
ἀντικόπτω
Headword (normalized):
ἀντικόπτω
Headword (normalized/stripped):
αντικοπτω
IDX:
3231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3232
Key:
a)ntiko/ptw
Data
{'content': 'ἀντικόπτω\n to beat back, resist, oppose, Xen.\n impers., ἤν τι ἀντικόψηι if there be any hindrance, Xen.', 'key': 'a)ntiko/ptw'}