Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τειχοδόμος
τειχολέτις
τειχομαχέω
τειχομάχης
τειχομαχία
τειχομελής
τειχοποιός
τεῖχος
τειχοφυλακέω
τειχοφύλαξ
τειχύδριον
τείως
τεκμαίρομαι
τέκμαρ
τέκμαρσις
τεκμήριον
τεκμηριόω
τεκμηριώδης
τεκνίον
τεκνογονέω
τεκνογονία
View word page
τειχύδριον
τειχύδριον τειχύδριον, ου, τό, Dim. of τεῖχος, Xen. τείως, adv.
ShortDef
dim. of τεῖχος
Debugging
Headword:
τειχύδριον
Headword (normalized):
τειχύδριον
Headword (normalized/stripped):
τειχυδριον
IDX:
32281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32318
Key:
teixu/drion
Data
{'content': 'τειχύδριον\n τειχύδριον, ου, τό,\n Dim. of τεῖχος, Xen.\n τείως, adv.', 'key': 'teixu/drion'}