Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τειχοδομία
τειχοδόμος
τειχολέτις
τειχομαχέω
τειχομάχης
τειχομαχία
τειχομελής
τειχοποιός
τεῖχος
τειχοφυλακέω
τειχοφύλαξ
τειχύδριον
τείως
τεκμαίρομαι
τέκμαρ
τέκμαρσις
τεκμήριον
τεκμηριόω
τεκμηριώδης
τεκνίον
τεκνογονέω
View word page
τειχοφύλαξ
τειχοφύλαξ τειχο-φύλαξ (ῠ), ακος, a guard of the walls, Hdt.
ShortDef
a guard of the walls
Debugging
Headword:
τειχοφύλαξ
Headword (normalized):
τειχοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
τειχοφυλαξ
IDX:
32280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32317
Key:
teixofu/lac
Data
{'content': 'τειχοφύλαξ\n τειχο-φύλαξ (ῠ), ακος,\n a guard of the walls, Hdt.', 'key': 'teixofu/lac'}