Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τείχισμα
τειχισμός
τειχοδομέω
τειχοδομία
τειχοδόμος
τειχολέτις
τειχομαχέω
τειχομάχης
τειχομαχία
τειχομελής
τειχοποιός
τεῖχος
τειχοφυλακέω
τειχοφύλαξ
τειχύδριον
τείως
τεκμαίρομαι
τέκμαρ
τέκμαρσις
τεκμήριον
τεκμηριόω
View word page
τειχοποιός
τειχοποιός τειχο-ποιός, όν ποιέω building walls or forts, Luc. οἱ τειχοποιοί, at Athens, officers chosen to repair the city-walls, Dem., Aeschin.
ShortDef
builder of walls or forts; official in charge of wall building and repair
Debugging
Headword:
τειχοποιός
Headword (normalized):
τειχοποιός
Headword (normalized/stripped):
τειχοποιος
IDX:
32277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32314
Key:
teixopoio/s
Data
{'content': 'τειχοποιός\n τειχο-ποιός, όν\n ποιέω\n building walls or forts, Luc.\n οἱ τειχοποιοί, at Athens, officers chosen to repair the city-walls, Dem., Aeschin.', 'key': 'teixopoio/s'}