Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τείχισις
τείχισμα
τειχισμός
τειχοδομέω
τειχοδομία
τειχοδόμος
τειχολέτις
τειχομαχέω
τειχομάχης
τειχομαχία
τειχομελής
τειχοποιός
τεῖχος
τειχοφυλακέω
τειχοφύλαξ
τειχύδριον
τείως
τεκμαίρομαι
τέκμαρ
τέκμαρσις
τεκμήριον
View word page
τειχομελής
τειχομελής τειχο-μελής, ές μέλος walling by music, of Amphionʼs lyre, Anth.
ShortDef
walling by music
Debugging
Headword:
τειχομελής
Headword (normalized):
τειχομελής
Headword (normalized/stripped):
τειχομελης
IDX:
32276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32313
Key:
teixomelh/s
Data
{'content': 'τειχομελής\n τειχο-μελής, ές\n μέλος\n walling by music, of Amphionʼs lyre, Anth.', 'key': 'teixomelh/s'}