Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τειχέω
τειχήεις
τειχήρης
τειχίζω
τειχιόεις
τειχίον
τείχισις
τείχισμα
τειχισμός
τειχοδομέω
τειχοδομία
τειχοδόμος
τειχολέτις
τειχομαχέω
τειχομάχης
τειχομαχία
τειχομελής
τειχοποιός
τεῖχος
τειχοφυλακέω
τειχοφύλαξ
View word page
τειχοδομία
τειχοδομία τειχοδομία, ἡ, a building of walls, Plut. from τειχοδόμος

ShortDef

a building of walls

Debugging

Headword:
τειχοδομία
Headword (normalized):
τειχοδομία
Headword (normalized/stripped):
τειχοδομια
IDX:
32270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32307
Key:
teixodomi/a

Data

{'content': 'τειχοδομία\n τειχοδομία, ἡ,\n a building of walls, Plut.\n from τειχοδόμος', 'key': 'teixodomi/a'}