Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τείρω
τειχεσιπλήτης
τειχέω
τειχήεις
τειχήρης
τειχίζω
τειχιόεις
τειχίον
τείχισις
τείχισμα
τειχισμός
τειχοδομέω
τειχοδομία
τειχοδόμος
τειχολέτις
τειχομαχέω
τειχομάχης
τειχομαχία
τειχομελής
τειχοποιός
τεῖχος
View word page
τειχισμός
τειχισμός τειχισμός, οῦ, ὁ, = τείχισις, Thuc.
ShortDef
the work of walling, wall-building
Debugging
Headword:
τειχισμός
Headword (normalized):
τειχισμός
Headword (normalized/stripped):
τειχισμος
IDX:
32268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32305
Key:
teixismo/s
Data
{'content': 'τειχισμός\n τειχισμός, οῦ, ὁ,\n = τείχισις, Thuc.', 'key': 'teixismo/s'}