Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τεῖρος
τείρω
τειχεσιπλήτης
τειχέω
τειχήεις
τειχήρης
τειχίζω
τειχιόεις
τειχίον
τείχισις
τείχισμα
τειχισμός
τειχοδομέω
τειχοδομία
τειχοδόμος
τειχολέτις
τειχομαχέω
τειχομάχης
τειχομαχία
τειχομελής
τειχοποιός
View word page
τείχισμα
τείχισμα τείχισμα, ατος, τό, τειχίζω a wall or fort, fortification, Eur., Thuc.

ShortDef

a wall

Debugging

Headword:
τείχισμα
Headword (normalized):
τείχισμα
Headword (normalized/stripped):
τειχισμα
IDX:
32267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32304
Key:
tei/xisma

Data

{'content': 'τείχισμα\n τείχισμα, ατος, τό,\n τειχίζω\n a wall or fort, fortification, Eur., Thuc.', 'key': 'tei/xisma'}