τειχεσιπλήτης
τειχεσιπλήτης
τειχεσι-πλήτης, ου, ὁ,
πελάζω
approacher of walls, i. e. stormer of cities, Il.
{
"content": "τειχεσιπλήτης\n τειχεσι-πλήτης, ου, ὁ,\n πελάζω\n approacher of walls, i. e. stormer of cities, Il.",
"key": "teixesiplh/ths"
}