Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τεθμός
τεθορυβημένως
τεθριπποβάμων
τεθριπποβάτης
τέθριππος
τεθριπποτροφέω
τεθριπποτρόφος
τείνω
τεῖρος
τείρω
τειχεσιπλήτης
τειχέω
τειχήεις
τειχήρης
τειχίζω
τειχιόεις
τειχίον
τείχισις
τείχισμα
τειχισμός
τειχοδομέω
View word page
τειχεσιπλήτης
τειχεσιπλήτης τειχεσι-πλήτης, ου, ὁ, πελάζω approacher of walls, i. e. stormer of cities, Il.

ShortDef

approacher of walls

Debugging

Headword:
τειχεσιπλήτης
Headword (normalized):
τειχεσιπλήτης
Headword (normalized/stripped):
τειχεσιπλητης
IDX:
32259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32296
Key:
teixesiplh/ths

Data

{'content': 'τειχεσιπλήτης\n τειχεσι-πλήτης, ου, ὁ,\n πελάζω\n approacher of walls, i. e. stormer of cities, Il.', 'key': 'teixesiplh/ths'}