τέθριππος
τέθριππος
τέθρ-ιππος, ον,
τέτταρες, ἵππος
with four horses abreast, four-horsed, Pind., Eur.; ἅμιλλαι τ. the chariot-race, Eur.
τέθριππον (sc. ἅρμα) , a four-horse chariot, Hdt., Eur.; τ. ἵππων a team of four abreast, Ar.