Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Τεγεᾶτις
τέγεος
τέγος
τεθαρρηκότως
τέθηπα
τέθμιος
τεθμός
τεθορυβημένως
τεθριπποβάμων
τεθριπποβάτης
τέθριππος
τεθριπποτροφέω
τεθριπποτρόφος
τείνω
τεῖρος
τείρω
τειχεσιπλήτης
τειχέω
τειχήεις
τειχήρης
τειχίζω
View word page
τέθριππος
τέθριππος τέθρ-ιππος, ον, τέτταρες, ἵππος with four horses abreast, four-horsed, Pind., Eur.; ἅμιλλαι τ. the chariot-race, Eur. τέθριππον (sc. ἅρμα) , a four-horse chariot, Hdt., Eur.; τ. ἵππων a team of four abreast, Ar.

ShortDef

with four horses abreast, four-horsed

Debugging

Headword:
τέθριππος
Headword (normalized):
τέθριππος
Headword (normalized/stripped):
τεθριππος
IDX:
32253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32290
Key:
te/qrippos

Data

{'content': 'τέθριππος\n τέθρ-ιππος, ον,\n τέτταρες, ἵππος\n with four horses abreast, four-horsed, Pind., Eur.; ἅμιλλαι τ. the chariot-race, Eur.\n τέθριππον (sc. ἅρμα) , a four-horse chariot, Hdt., Eur.; τ. ἵππων a team of four abreast, Ar.', 'key': 'te/qrippos'}