τεθριπποβάτης
τεθριπποβάτης
τεθριππο-βάτης (ᾰ), ου, ὁ,
driver of a four-horse chariot, Hdt.
{
"content": "τεθριπποβάτης\n τεθριππο-βάτης (ᾰ), ου, ὁ,\n driver of a four-horse chariot, Hdt.",
"key": "teqrippoba/ths"
}