Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Τεγεάτης
Τεγεατικός
Τεγεᾶτις
τέγεος
τέγος
τεθαρρηκότως
τέθηπα
τέθμιος
τεθμός
τεθορυβημένως
τεθριπποβάμων
τεθριπποβάτης
τέθριππος
τεθριπποτροφέω
τεθριπποτρόφος
τείνω
τεῖρος
τείρω
τειχεσιπλήτης
τειχέω
τειχήεις
View word page
τεθριπποβάμων
τεθριπποβάμων τ. στόλος, τέθριππον, Eur.
ShortDef
with four horses
Debugging
Headword:
τεθριπποβάμων
Headword (normalized):
τεθριπποβάμων
Headword (normalized/stripped):
τεθριπποβαμων
IDX:
32251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32288
Key:
teqrippoba/mwn
Data
{'content': 'τεθριπποβάμων\n τ. στόλος, τέθριππον, Eur.', 'key': 'teqrippoba/mwn'}