Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Τεγέα
Τεγεάτης
Τεγεατικός
Τεγεᾶτις
τέγεος
τέγος
τεθαρρηκότως
τέθηπα
τέθμιος
τεθμός
τεθορυβημένως
τεθριπποβάμων
τεθριπποβάτης
τέθριππος
τεθριπποτροφέω
τεθριπποτρόφος
τείνω
τεῖρος
τείρω
τειχεσιπλήτης
τειχέω
View word page
τεθορυβημένως
τεθορυβημένως adverb from part. perf. pass. of θορυβέω tumultuously, Xen.
ShortDef
tumultuously
Debugging
Headword:
τεθορυβημένως
Headword (normalized):
τεθορυβημένως
Headword (normalized/stripped):
τεθορυβημενως
IDX:
32250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32287
Key:
teqorubhme/nws
Data
{'content': 'τεθορυβημένως\n adverb from part. perf. pass. of θορυβέω\n tumultuously, Xen.', 'key': 'teqorubhme/nws'}