Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τέγγω
Τεγέα
Τεγεάτης
Τεγεατικός
Τεγεᾶτις
τέγεος
τέγος
τεθαρρηκότως
τέθηπα
τέθμιος
τεθμός
τεθορυβημένως
τεθριπποβάμων
τεθριπποβάτης
τέθριππος
τεθριπποτροφέω
τεθριπποτρόφος
τείνω
τεῖρος
τείρω
τειχεσιπλήτης
View word page
τεθμός
τεθμός τεθμός, οῦ, ὁ, Doric for θεσμός a law, custom, Pind.

ShortDef

a law, custom

Debugging

Headword:
τεθμός
Headword (normalized):
τεθμός
Headword (normalized/stripped):
τεθμος
IDX:
32249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32286
Key:
teqmo/s

Data

{'content': 'τεθμός\n τεθμός, οῦ, ὁ,\n Doric for θεσμός\n a law, custom, Pind.', 'key': 'teqmo/s'}